τρικότυλος

τρικότυλος
τρικότυλος
holding three
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρικότυλος — ον, θηλ. και ύλη, Α 1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῡνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δι κότυλος] …   Dictionary of Greek

  • τρικότυλον — τρικότυλος holding three masc acc sg τρικότυλος holding three neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικότυλοι — τρικότυλος holding three masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικοτυλιαίος — αία, ον, Α αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες, τρικότυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικότυλος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”